|
|
|
|
|
|
|
|
|
Λαγός [Lepus europaeus] |
|
|
|
Ο ευρωπαίος λαγός βρίσκεται διάσπαρτος σε όλη την κεντρική και τη δυτική Ευρώπη. Είναι κυρίως νυχτόβιο ζώο και περνάει το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας κρυμμένος σε ένα ρηχό βαθούλωμα που έχει σκάψει στη γη μέσα στα ψηλά χορτάρια ή σε άλλη βλάστηση που του παρέχει κάλυψη, όπου αναπαύεται. Ο λαγός βγαίνει τη νύχτα να τραφεί, και βόσκει στις νεαρές φύτρες χορταριού, στις ρίζες, στα κηπευτικά και σε άλλα φυτά. Ακόμη μασουλάει κλαράκια και το φλοιό των δέντρων αν δεν βρίσκει καλύτερες εναλλακτικές λύσεις. Επειδή τρώνε πολλές δυσκολοχώνευτες φυτικές ουσίες οι λαγοί έχουν αναπτύξει την |
πρακτική ενίοτε να ξανά καταναλώνουν τα κόπρανά τους. Αυτή η κοπροφαγία παρέχει στο σύστημά τους μια δεύτερη ευκαιρία να απορροφήσει τα θρεπτικά στοιχεία από τις ίδιες ουσίες.
Επειδή έχουν δυνατά πίσω πόδια οι λαγοί τρέχουν ταχύτατα – μπορούν να φτάσουν ταχύτητες έως και 70 χμ/ώρα – και έτσι ξεφεύγουν άνετα από τις αλεπούδες, τα σκυλιά, και φυσικά, τον άνθρωπο – αλλά όχι όμως από τα όπλα του. Στην ανάγκη, οι λαγοί θα πηδήξουν στο νερό για να ξεφύγουν, καθώς είναι δεινοί κολυμβητές. Όμως , συνήθως για να ξεφυγουν απο τον κινδυνο επαφίενται στην ταχύτητα τους και στην δυνατοτητα που εχουν να αλλάζουν κατεύθυνση κατά βούληση για να αποφυγουν τον εχθρο. Παρόλα αυτά, ο αριθμός των λαγών που χάνεται από κυνηγούς κάθε χρόνο θεωρείται η κύρια αιτία της φθίνουσας πορείας του πληθυσμού των λαγών. Η εποχή που είναι πιθανότερο να δούμε λαγούς στο φως της ημέρας είναι αυτή της αναπαραγωγής τους (Φεβρουάριο – Σεπτέμβριο). Τότε οι αρσενικοί επιχειρούν να πλησιάσουν τις θηλυκές, οι καβγάδες αρχίζουν μεταξύ τους, και χωρίς καμία αίσθηση κινδύνου, τραβάν την προσοχή όπως πηδάνε φανερά στον αέρα τα αρσενικά, πυγμαχώντας κανονικά, καθώς οι θηλυκές απωθούν μνηστήρες που δεν θέλουν και τα αρσενικά παλεύουν μεταξύ τους για να προσεγγίσουν το ταίρι τους. Ωστόσο, όταν πραγματοποιηθεί το ζευγάρωμα με επιτυχία, μπορεί να υπάρξουν τρεις με τέσσαρες γέννες μέσα σε ένα και μόνο έτος, με δυο έως τέσσερα κουτάβια στην κάθε γέννα. Τα λαγουδάκια γεννιούνται με πλήρη γούνα, και τα μάτια τους ανοιχτά. Αν και είναι ευάλωτα, η μητέρα τους τα αφήνει μόνα τους και απροστάτευτα κατά τη διάρκεια της ημέρας, και η επιβίωση τους εξαρτάται από το ένστιχτό τους να μην κινούνται, καθώς και από το γεγονός ότι βρίσκονται σε καλή κρυψώνα. Η μητέρα τους δεν τα αφήνει όλα στην ίδια τοποθεσία, αλλά τα διανέμει σε μια ευρύτερη περιοχή ώστε το αρπαχτικό να έχει λιγότερες πιθανότητες να βρει όλα της τα μικρά. Γυρίζει μόνο το σούρουπο να τα ταΐσει το καθένα χωριστά, και συνεχίζει τη διαδικασία αυτή για ένα μήνα περίπου. Μετά έρχεται η ώρα να μπουν στη μοναχική ζωή του λαγού, αν και δεν ωριμάζουν ερωτικά μέχρι να κλείσουν τουλάχιστον τους οχτώ μήνες.
Αυτό το παράξενο φαινόμενο που παρατηρούμε καμιά φορά τη νύχτα όταν οδηγούμε, ίσως να οφείλεται στο ένστικτό αυτό που διαθέτουν οι λαγοί από τη στιγμή που θα γεννηθούν, να παραμένουν εντελώς ακίνητοι την ημέρα, πράγμα που συνήθως επενεργεί προστατευτικά. Όταν, όμως, πέσει το δυνατό φως των φαναριών πάνω τους προκαλώντας τον τρόμο, οι λαγοί παγώνουν και παραμένουν ακίνητοι ακριβώς τη στιγμή που θα έπρεπε να χρησιμοποιήσουν την ταχύτητά τους και την επιδεξιότητα τους για να ξεφύγουν. Στη σύγχυση τους, επιστρέφουν στην παλαιότερη – και ίσως την πιο βαθιά εντυπωμένη – συμπεριφορά τους. |
|
Αρχή της σελίδας |
|
|
|
Κουκουβάγια της Αθηνάς [Athene noctua] |
|
|
|
Οι κουκουβάγιες αυτές δικαιολογούν το Αγγλικό όνομά τους ( Little owl ) απόλυτα γιατί στην πραγματικότητα είναι όντως πολύ μικρές. Η θηλυκή, που είναι λίγο πιο μεγάλη από την αρσενική, φτάνει μόνο στα 25 εκ. περίπου, και το άνοιγμα των φτερών της από άκρη σε άκρη μπορεί να φτάσει τα 54 εκ. Παρά το μικρό τους |
μέγεθος, είναι γενναία και ριψοκίνδυνα αρπαχτικά, ικανά να παλέψουν θηράματα στο ίδιο τους το μπόι. Τα άλλα είδη πουλιών έχουν μάθει (και ορθώς) να τις φοβούνται και τα έχουμε δει να παρενοχλούν μια κουκουβάγια να την διώξουν από τη γειτονιά τους. Ωστόσο, είναι αρκετά σπάνιο φαινόμενο να πιάσει μεγάλο θήραμα, συνήθως η κουκουβάγια πιάνει σκουλήκια – ένας από τους αγαπημένους της μεζέδες – όπως και ποντίκια, σαύρες, βατράχια, φίδια, μαλάκια και πολλά διαφορετικά είδη εντόμων. Πετάει με μια χαρακτηριστική ορμή, συχνά δε πετάει χαμηλά κοντά στη γη με ένα ανοδικό φτερούγισμα πριν προσγειωθεί, επιδεικνύοντας τα φαρδιά στρογγυλεμένα της φτερά που την καθιστούν τόσο αθόρυβη στο πέταγμά της. Οι κουκουβάγιες κυνηγούν, ως επί το πλείστον, το ξημέρωμα και το σούρουπο στο ημί φως, αλλά έχει παρατηρηθεί να κυνηγούν και κατά τη διάρκεια της ημέρας. Συχνά βλέπουμε κουκουβάγιες να κάθονται εμφανώς σε κάποιο στύλο ή πέτρινο τοίχο από όπου θα εφορμήσουν αθόρυβα πάνω στο θήραμά τους. Ακόμη, τρέχουν ή και πηδούν πάνω στο έδαφός στην καταδίωξη αυτή. Οι κουκουβάγιες της Αθηνάς κάνουν ένα νιαούρισμα, («κη-ουίκ») και κατά την εποχή αναπαραγωγής (νωρίς την άνοιξη) ένα ζευγάρι συχνά καλεί το ένα το άλλο σε ένα ντουέτο εναλλαγής καλεσμάτων, με την αρσενική να απαντάει στη θηλυκή με ένα χαρακτηριστικό ήχο σαν «γουπ». Οι φωλιές τους, στις οποίες δεν προσθέτουν υλικά για εσωτερικό ντύσιμο, βρίσκονται σε τρύπες στα δέντρα ή ανάμεσα στα βράχια, αν και χρησιμοποιούν επίσης εγκαταλελειμμένα κτίρια και ακόμη και κουνελότρυπες. Γεννούν από δυο έως πέντε αβγά, και οι αρσενικές ασχολούνται ενεργά με το τάισμα των νεοσσών. Εκκολάπτονται σε περίπου 3-4 εβδομάδες, και τα μικρά συνήθως είναι έτοιμα να πετάξουν μετά από άλλες είκοσι έξη ημέρες, αν και οι γονείς τους θα συνεχίσουν να τους φέρνουν τροφή αρκετό καιρό.
Οι μικρές κουκουβάγιες βρίσκονται σε πολλά μέρη της Ευρώπης, ιδιαίτερα προς το νότο, και επίσης στη Βόρεια Αφρική, στη Μέση Ανατολή και στη Μικρά Ασία. Αν και όπου υπάρχουν είναι πολυάριθμες, πιστεύεται ότι ο πληθυσμός τους φθίνει γενικά. Η Χίος φιλοξενεί άλλα δυο είδη κουκουβάγιας πέρα από τη μικρή κουκουβάγια – τη σκοπς ( Otus scops ) και την ανοιχτόχρωμη αγροτική κουκουβάγια ( Tyto alba ), (που από τα τρία είδη έχει το μεγαλύτερο πληθυσμό). Αλλά οι Έλληνες έχουν μια ιδιαίτερη αγάπη για τη μικρή κουκουβάγια της Αθηνάς λόγω των συνειρμών με την αρχαιότητα. Μια πλευρά του αργυρού τετράδραχμου νομίσματος της αρχαίας Αθήνας φέρει τη μορφή του πουλιού αυτού, δείχνοντάς το με ένα κλάδο ελαίας και ένα ημισέληνο. Η άλλη πλευρά φέρει την εικόνα της ίδιας της θεάς της Παλλάδος Αθηνάς, που φορά ένα αττικό κράνος με λοφίο. Η κουκουβάγια συμβόλιζε τη θεά και τη σοφία της, καθώς πίστευαν πως τη χρησιμοποιούσε ως αγγελιοφόρο της. |
|
Αρχή της σελίδας |
|
|
|
Μεσογειακή φώκι [Monachus monachus] |
|
|
|
Η Μεσογειακή φώκια Monachus monachus είναι το πιο απειλούμενο με εξαφάνιση θαλάσσιο θηλαστικό στην Ευρώπη. Ο παγκόσμιος πληθυσμός του υπολογίζεται στα 500 με 600 άτομα, από τα οποία τα μισά περίπου, ζουν και αναπαράγονται στις ελληνικές θάλασσες. Η παλαιότερη εξάπλωση του είδους περιλάμβανε όλη σχεδόν την ακτογραμμή της Μεσογείου και της Μαύρης θάλασσας, καθώς και τις Ατλαντικές ακτές της βορειοδυτικής Αφρικής. Σήμερα, η κατανομή της μεσογειακής φώκιας περιορίζεται κυρίως στην βορειοανατολική Μεσόγειο, Ελλάδα -Τουρκία, και εκτός Μεσογείου στις ακτές της Μαυριτανίας και στα νησιά της Μαδέρα (Πορτογαλία) στον Ατλαντικό.
|
Η κυριότερη απειλή για τις φώκιες είναι η έμμεση ή άμεση καταστροφή και υποβάθμιση των βιοτόπων τους. Το γεγονός αυτό τις έχει οδηγήσει στο να επιλέγουν σκοτεινές και βαθιές θαλασσινές σπηλιές σαν καταφύγια για την ξεκούραση και αναπαραγωγή τους. Αυτές βρίσκονται διάσπαρτα σε δυσπρόσιτα νησιά και βραχονησίδες, με αποτέλεσμα τον έντονο κατακερματισμό των πληθυσμών της φώκιας. Ανθρώπινες δραστηριότητες ανάπτυξης, αλιείας, τουρισμού, ναυτιλίας έχουν άμεσες επιπτώσεις, μέσω της ρύπανσης του θαλάσσιου περιβάλλοντος, της καταστροφής των καταφυγίων των ζώων, και της μείωσης των πληθυσμών των ψαριών, που αποτελούν τη κύρια τροφή τους, στη βιωσιμότητα του είδους. Στις απειλές που αντιμετωπίζει η Μεσογειακή φώκια συμπεριλαμβάνονται και οι θανατώσεις των ζώων (παρόλο που προστατεύονται από εθνικές νομοθεσίες και διεθνείς συμβάσεις) και οι πνιγμοί τους σε αλιευτικά εργαλεία.
Η Μεσογειακή φώκια ζει περίπου 30-40 χρόνια και γεννάει 1 μικρό κάθε χρόνο. Τα μικρά γεννιούνται από Άυγουστο/Σεπτέμβρη μέχρι και Νοέμβρη, και παραμένουν με τις μητέρες τους, που τα θηλάζουν για τους επόμενους 4 μήνες. Μόλις γεννηθούν το τρίχωμά τους είναι πυκνό και μαύρο με άσπρη κοιλιά. Αυτό το χάνουν σταδιακά στις 5 με 7 βδομάδες και γίνονται ανοιχτά γκρι διατηρώντας την πιο ασπριδερή κοιλιά τους. Κατά το διάστημα της γαλουχίας μένουν κοντά στη μητέρα τους και στα καταφύγια - σπηλιές. Τα επόμενα 5 χρόνια της ζωής τους τα περνάνε μόνα τους μαθαίνοντας να ψαρεύουν και να επιβιώνουν, οπότε και ενηλικιώνονται αναζητώντας το ταίρι. Τα ενήλικα αρσενικά ζυγίζουν 250 με 300 κιλά, με μέσο μήκος 3 μέτρα και είναι μαύρα με άσπρη κοιλιά. Τα θηλυκά είναι λίγο μικρότερα και ελαφρύτερα, και έχουν γκρίζο χρώμα. Παρόλο τον όγκο και βάρος τους είναι ιδιαίτερα ευκίνητα και γρήγορα μέσα στο νερό, και πολύ ικανά στη σύλληψη της λείας τους (ψάρια και χταπόδια κυρίως). Γενικά, είναι επιφυλακτικά προς τους ανθρώπους, αλλά όχι επιθετικά. Σε περιπτώσεις που κάποιος συναντήσει φώκια δε θα πρέπει να την ενοχλήσει.
Η Μεσογειακή φώκια δεν έχει άλλους εχθρούς στο φυσικό της περιβάλλον εκτός από τον άνθρωπο. Στην Ελλάδα, περιοχές με σημαντικούς πληθυσμούς Μεσογειακής φώκιας είναι το Εθνικό Θαλάσσιο Πάρκο Αλοννήσου και Βορείων Σποράδων, η Κίμωλος και η Κάρπαθος στις οποίες υπάρχουν προγράμματα και δράσεις για την προστασία της φώκιας. Παράλληλα δράσεις ενημέρωσης, περιβαλλοντικής εκπαίδευσης, έρευνας και προστασίας γίνονται πανελλαδικά. Κείμενο : Βαγγέλης Παράβας
Ευχαριστούμε τον Βαγγέλη Παράβα και τον οργανισμό ΜΟm (δείτε τις Συνδέσεις) γιά το κείμενο και την φωτογραφία του “Μίτσου” – ένας νεαρός του είδους Μονάχους μονάχους που διασώθηκε από τους ανθρόπους του ΜΟm, και μετά από μια σωστή φροντίδα ελευθερώθηκε για να ξαναβρεί τον δρόμο του στα νερά του Αιγαίου. |
|
Αρχή της σελίδας |
|
|
|
Κουνάβι (ή πετροκούναβο) [Martes foina] |
|
|
|
Το κουνάβι βρίσκεται κατά μήκος των πιο ξηρών περιοχών της Δυτικής Ευρώπης, της Ρωσίας, του Ιράν, του Αφγανιστάν, του Πακιστάν, του Νεπάλ και της Βόρειας Ινδίας. Είναι μικρό αλλά ατρόμητο αρπαχτικό με ένα σώμα μακρύ και λιγνό, κοντά πόδια και φουντωτή ουρά. Η γούνα του είναι πιο σκούρα στα πόδια και |
στην ουρά, και πιο ανοιχτή στο κάτω μέρος του σώματος. Υπάρχει ένα χαρακτηριστικό, διχαλωτό σημάδι στο λαιμό του. Το χειμώνα οι πατούσες του αναπτύσσουν ένα πιο πυκνό στρώμα μαλλιού ώστε να αντιμετωπίζουν το κρύο. Γίνεται έως και 50 εκ. σε μήκος (συμπεριλαμβάνοντας την ουρά), έχει δε ύψος περίπου 12 εκ. μέχρι τον ώμο και ζυγίζει έως 2 κιλά. Το κουνάβι θεωρείται επιβλαβές ζώο σε ορισμένες από τις εκφάνσεις του, καθώς καμιά φορά διαμορφώνει την κατοικία του σε σοφίτες και αγροτικές αποθήκες και έχει τύχει να επιτεθεί στα ζώα οικιακής εκτροφής, όπως σε κουνέλια και πουλερικά. Στη Χίο είναι πολύ σπάνιο να δει κανείς κουνάβι. Αυτό εξηγείται μερικά από την ενστικτώδη τους ντροπαλότητα, αλλά έτσι και αλλιώς δεν πιστεύεται πως υπάρχει μεγάλος πληθυσμός από αυτά. Παμφάγα, περίεργα και με μεγάλη προσαρμοστικότητα, τα κουνάβια κυνηγούν κατά τη διάρκεια της ημέρας, αλλά και το σούρουπο και τη νύχτα επίσης. Τους αρέσει μια μεγάλη ποικιλία τροφής, πράγμα ευνοϊκό για αυτά γιατί ο ψηλός τους μεταβολικός ρυθμός σημαίνει ότι πρέπει να τρώνε καλά για να διατηρούν τα επίπεδά ενέργειάς τους. Προτιμούν τα ποντίκια και άλλα τρωκτικά, αλλά κυνηγούν τα πουλιά ακόμη, και τους λαγούς αν τύχει. Στο διαιτολόγιό τους προσθέτουν βατράχια, έντομα, σαύρες, αβγά πουλιών, όπως και φρούτα και ξηρούς καρπούς, αν μπορούν να τα βρουν. Συχνά κατοικούν σε δάση, όπου τα πεσμένα δέντρα τους παρέχουν το είδος κάλυψης που τους αρέσει, αλλά αν δεν υπάρχει τέτοιου είδους βιότοπος νιώθουν εξίσου άνετα ανάμεσα στα βράχια και στις κοτρόνες. Αν και τα καταφέρνουν πολυ καλα στην αναρρίχηση, ως επί το πλείστον κυνηγούν κάτω στο έδαφος, κινούνται με χαρακτηριστικο ζικ ζακ και μετά κάνουν μια σειρά από πηδήματα.
Τόσο τα αρσενικά όσο και τα θηλυκά έχουν ανεπτυγμένη την αίσθηση του χώρου τους, και σημαδεύουν την προσωπική τους περιοχή με σωρούς κοπράνων, διώχνουν δε άλλα κουνάβια του ίδιου φύλου. Τα ώριμα αρσενικά παλεύουν μεταξύ τους κατά την εποχή αναπαραγωγής αλλά επιτρέπουν σε περισσότερες από ένα θηλυκό να μπει στο χώρο τους, και αποκτούν αρκετά ταίρια. Η αρχική ερωτική προσέγγιση του αρσενικού ενίοτε αντιμετωπίζεται εχθρικά από το θηλυκό, αλλά συνεχίζει να την πολιορκεί με απαλούς κουκουριστικούς ήχους. (Σε μεγάλη αντίθεση με τους τα μουγκριτά της καχυποψίας ή της διέγερσης, και με τις στριγκλιές του όταν βρίσκεται περικυκλωμένο ή δέχεται επίθεση). Το ζευγάρωμα συνήθως συντελείται τη νύχτα και μπορεί να διαρκέσει μέχρι μια ώρα. Τα κουνάβια έχουν μια παράξενα μεγάλη περίοδο εγκυμοσύνης – αν και υπάρχουν γονιμοποιημένα έμβρυα στο σώμα του θηλυκού από τα μέσα του καλοκαιριού, δεν θα εμφυτευτούν στο τοίχωμα της μήτρας του μέχρι νωρίς το επόμενο έτος. Όταν συντελεστεί η εντοίχιση τα έμβρυα αναπτύσσονται ταχύτατα, και τα μικρά γεννούνται την άνοιξη – εννέα μήνες μετά τη γονιμοποίηση. Σε μια γέννα, 2 – 4 τυφλά και σχεδόν γυμνά μικρά θα γεννηθούν σε μια φωλιά ντυμένη με φύλλα ή άλλες φυτικές ουσίες, και το θηλυκό θα τα αναθρέψει μόνο του. Αρχίζει και τα ταΐζει με κρέας όταν κλείσουν περίπου τις πέντε εβδομάδες, και μέχρι να φτάσουν τους τρεις μήνες θα έχουν αναπτυχθεί σχεδόν πλήρως. |
|
Αρχή της σελίδας |
|
|
|
Πέρδικα νησιώτικη [Alectoris chukar] |
|
|
|
Οι πέρδικες αυτές βρίσκονται σε μια μεγάλη περιοχή της οποίας το δυτικό όριο συμπεριλαμβάνει τα νησιά της Μεσογείου και επεκτείνεται πολύ μακριά έως την Ινδία και το Νεπάλ στην ανατολή. Κατοικούν στα ανοιχτά, βραχώδη, ξηρά ορεινά πρανή και στις βουνοπλαγιές, συχνά κοντά σε καλλιεργημένες πεζούλες. Αν και βρίσκονται επίσης και σε πιο επίπεδες περιοχές, όπως σε άγονα οροπέδια με αραιή βλάστηση, προτιμούν γη με απότομες |
ανηφόρες ή τουλάχιστον πρανή καθώς ταιριάζει στο πως πετούν και στις ικανότητες αναρρίχησης που διαθέτουν καλύτερα. Αν τρομάξουν δείχνουν εντυπωσιακές ταχύτητες στο τρέξιμο, δεν απογειώνονται δε παρά μόνο όταν φτάσουν κάποιο κατάλληλο σημείο εκτόξευσης. Οι νησιώτικες πέρδικες τείνουν να πετούν μόνο μικρές αποστάσεις και προτιμούν να κατευθύνονται κατηφορικά, αγκαλιάζοντας τις φυσικές καμπύλες του εδάφους. Το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου τα πουλιά κινούνται και φωλιάζουν σε ομάδες 4 – 5 ατόμων. Αυτά τα κοπάδια δύναται να διογκωθούν κατά τη διάρκεια του χειμώνα και να φτάνουν μέχρι και τα σαράντα πουλιά. Αλλά κατά τη διάρκεια της εποχής του ζευγαρώματος οι πέρδικες τρέφονται σε ζευγάρια. Τα ενήλικα πουλιά προτιμούν ένα διαιτολόγιο βασισμένο στα φυτά που συμπεριλαμβάνει ένα μείγμα σπόρων, φύτρες, βολβούς, φύλλα, στελέχη και μπουμπούκια αλλά τρώνε και ένα μικρό ποσοστό εντόμων. Τα πιο μικρά πουλιά δείχνουν μια έντονη προτίμηση σε ένα ζωικό διαιτολόγιο, που έχει περισσότερες πρωτεΐνες. Είναι πολύ σημαντικό για τις πέρδικες να βρίσκονται κοντά σε πηγή νερού, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, και τα κοπάδια συχνά συγκεντρώνονται εκεί που βρίσκεται νερό. Η επιλογή της θέσης της φωλιάς γίνεται επίσης ώστε να μη βρίσκεται παρά μόνο κανένα δυο χιλιόμετρα μακριά από το νερό. Οι νησιώτικες πέρδικες είναι μονογαμικές και ζευγαρώνουν την άνοιξη. Κατά τη διάρκεια της εποχής του ζευγαρώματος το αρσενικό υπερασπίζεται μόνο την περιοχή που βρίσκεται άμεσα γύρω από το ταίρι του. Οι φωλιές αποτελούνται από βαθουλώματα που σκάβονται στη γη και ντύνονται με φύλλα και φτερά. Γεννιούνται μέχρι και είκοσι αβγά, αλλά το σύνηθες είναι δεκαπέντε. Το μέγεθος της γενιάς επηρεάζεται από την ανομβρία. Σε χρονιές όπου παρατηρείται έλλειψη νερού, δεν γίνεται καθόλου αναπαραγωγή. Από την άλλη πλευρά, όταν οι συνθήκες είναι ευνοϊκές, μπορεί να ανατραφούν και δυο γενιές μέσα σε ένα χρόνο. Οι μικρές περδικούλες δείχνουν μεγάλη πρώιμη ανάπτυξη και εγκαταλείπουν τη φωλιά τους σύντομα μετά την εκκόλαψή τους να ακολουθήσουν τη μητέρα τους, όπως κάνουν και τα κοτόπουλα. Αν και δεν έχουν τη δυνατότητα να πετάξουν μπορούν να τρέξουν, και ενστικτωδώς θα τρέξουν σε ανηφόρα να αποφύγουν αρπαχτικά, χρησιμοποιώντας τις κοντόχοντρες φτερουγίτσες τους να κολλήσουν στο έδαφος (αντί για να απογειωθούν από αυτό). Όταν τρέχουν, τόσο οι ενήλικες όσο και τα μικρά, αλλάζουν τη φορά που κουνούν τα φτερά τους (από το κεφάλι προς την ουρά αντί από την ράχη προς την κοιλιά). Αυτό τις βοηθάει να αναρριχηθούν αυξάνοντας την έλκυση των ποδιών τους στο απότομο πρανές. Μέχρι να φτάσουν τις δυο εβδομάδες τα μικρά έχουν αρχίσει να κάνουν μεμονωμένες προσπάθειες να πετάξουν, και όταν φτάσουν πια τις τρεις εβδομάδες ολόκληρη η γενιά νεογνών πραγματοποιεί σύντομες πτήσεις μαζί. Η αρσενική πιθανόν να έχει εγκαταλείψει την οικογένειά της σε αυτό το στάδιο, αλλά τα μικρά θα παραμείνουν κοντά στη μητέρα τους.
Συνδέσεις: Ο Καθηγητής Adam Summers έχει γράψει ένα άρθρο με ενδιαφέρον σχετικά με τη γένεση της πτήσης που βρίσκεται στην ιστοσελίδα του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια. Περιγράφει την εργασία ενός επιστήμονα από το Πανεπιστήμιο της Μοντάνα που χρησιμοποιεί τη μηχανική της πτήσης της νησώτικης πέρδικας να υποστηρίξει την άποψη ότι η πτήση πρωτοαναπτύχθηκε από τη γη και πάνω και όχι από το δέντρο και κάτω.
http://biomechanics.bio.uci.edu |
|
Αρχή της σελίδας |
|
|
|
Σκαντζόχοιρος [Erinaceus europaeus] |
|
|
|
Γνωστοί για την ικανότητά τους να κουλουριάζονται σε μια αδιαπέραστη τσιμπερή μπάλα, οι σκαντζόχοιροι δεν φαίνεται να νοιάζονται αν προσελκύσουν την προσοχή καθώς ψάχνουν για τροφή όταν σκοτεινιάσει. Ρουθουνίζουν, φριμάζουν και γρυλίζουν δυνατά, προδίδοντας το πού βρίσκονται, καθώς κυνηγούν μια |
ευρεία ποικιλία πιθανόν γευμάτων, στηριζόμενοι κυρίως στις δυνατές αισθήσεις όσφρησης και ακοής που διαθέτουν. Τα σκαθάρια, τα σκουλήκια, τα σαλιγκάρια, οι κάμπιες, οι σαρανταποδαρούσες και ακόμη και τα αβγά πουλιών είναι όλα αποδεκτά και συμπληρώνονται με φρούτα, καρπούς και δημητριακά όταν αυτά υπάρχουν. Έτσι ο σκαντζόχοιρος όχι μόνο μοιάζει στο χοίρο, του οποίου φέρει το όνομα, στους ήχους που βγάζει, αλλά και επίσης στον τρόπο που ψαχουλεύει θορυβωδώς για την τροφή του στα χαμόκλαδα, και στο ότι είναι και αυτό παμφάγο. Τα τριάντα έξη του αιχμηρά δόντια έχουν τη δυνατότητα να δαγκώσουν άσχημα και βοηθούν το ζώο να φάει όσο ζυγίζει το ίδιο μέσα σε μια νύχτα. Έχει ιδιαίτερη σημασία για τους σκαντζόχοιρους να βρουν άφθονη τροφή το φθινόπωρο καθώς πρέπει να αποκτήσουν ένα απόθεμα λίπους που θα τα κρατήσει κατά τη διάρκεια της χειμέριας νάρκης. Πολλά ψοφάνε από την αδυναμία τους να το κάνουν αυτό.
Οι σκαντζόχοιροι μπορούν να φτάσουν έως τα 30 εκ. σε μήκος. Το πάνω μέρος των κεφαλιών και των σωμάτων τους καλύπτονται από κοντά αγκάθια με κίτρινες μύτες που αποτελεί μια παραλλαγή του πιο απαλού τριχώματος των θηλαστικών. Οι ενήλικες δύναται να έχουν μέχρι και 5.000 αγκάθια από αυτό το ειδικά παραλλαγμένο τρίχωμα και, όπως οι ανθρώπινες τρίχες, έτσι και αυτά σηκώνονται όταν το ζώο απειλείται. Η ιδιαίτερα μακριά σπονδυλική στήλη του επιτρέπει στο σκαντζόχοιρο να κουλουριάζεται σφιχτά, προεκτείνοντας την προστασία στο κάτω μέρος του σώματός του που καλύπτεται από μαλακό μαλλί. Τα αγκάθια είναι πολύ αιχμηρά και απωθούν όλα τα αρπαχτικά. Την εποχή του ζευγαρώματος χρησιμεύουν επίσης να απωθούν κάθε ερωτευμένο αλλά μη επιθυμητό αρσενικό. Το θηλυκό πρέπει να πάρει μια ειδική επίπεδη στάση, ώστε να συντελεστεί το ζευγάρωμα χωρίς τραυματισμό! Οι αρσενικοί είναι αχαλίνωτοι και αποκτούν πολλά ταίρια, αφήνοντας τα θηλυκά να αναθρέψουν τα μικρά χωρίς βοήθεια. Τα μωρά σκαντζοχοιράκια γεννιούνται με ένα στρώμα από απαλά λευκά αγκάθια, που, για την προστασία της μητέρας, παραμένουν κάτω από το δέρμα μέχρι να γεννηθούν, και αναδύονται μέσα σε λίγες μόνο ώρες. Μετά από 36 ώρες εμφανίζεται ένα δεύτερο στρώμα σκούρα αγκάθια, και αργότερα αναπτύσσεται και ένα τρίτο. Χαρακτηριστικά θα γεννηθούν 4 – 5 μικρά σε κάθε γέννα και η μητέρα θα αρχίσει να τα βγάζει από τη φωλιά προς ανεύρεση τροφής όταν κλείσουν τον ένα μήνα.
Αν και μπορούν να ζήσουν πολύ – έχουν καταγραφεί περιπτώσεις που έχουν φτάσει τα 15 χρόνια – οι περισσότεροι σκαντζόχοιροι πεθάνουν πριν τα πρώτα τους γενέθλια. Έχουν ευαισθησία σε ακραίες θερμοκρασίες ζέστης ή κρύου, ιδιαίτερα αφού τα αγκάθια τους δεν τους παρέχουν καλή θερμική μόνωση, και η χειμερία νάρκη θέτει πρόσθετους κινδύνους στην πορεία τους. |
|
Αρχή της σελίδας |
|
|
|
Σπιζαετός [Hieraaetus fasciatus] |
|
|
|
Ο αετός αυτός έχει μήκος σώματος 65 – 72 εκ και το άνοιγμα των φτερών του από άκρη σε άκρη φτάνει τα 150 -180 εκ. καθιστώντας το ένα από τα μεγαλύτερα αρπακτικά πουλιά που μπορούμε να δούμε στη Χίο, αν και σπανίζει στο νησί. Έχει καταγραφεί η παρουσία του στα Ψαρά, στα Αντίψαρα και στις Οινούσσες. Η περιοχή του εκτείνεται από τα παράλια της Μεσογείου και της ΒΔ Αφρικής δυτικά, έως τη Βόρεια Ινδοκίνα και τη Νότια Κίνα ανατολικά. Στην Ευρώπη, όπου θεωρείται είδος που κινδυνεύει να αφανιστεί, πιστεύεται πως τώρα υπάρχουν λιγότερα από 1.000 ζευγάρια, ο δε μεγαλύτερος πληθυσμός τους βρίσκεται στην Ιβερική Χερσόνησο. Ο ελληνικός τους πληθυσμός υπολογίζεται |
μεταξύ 85 και 105 ζευγάρια, με το μεγαλύτερο πληθυσμό να βρίσκεται στην Κρήτη. Δυστυχώς, οι κτηνοτρόφοι πιστεύουν από χρόνια (λανθασμένα) ότι ο σπιζαετός αρπάζει τα νεογέννητα αρνιά κατσίκια, και γιά αυτό το λόγο συνεχίζουν να στοχεύουν τα πουλιά. Αν και έχει παρατηρηθεί πως έχουν χαθεί μικρότερα πουλιά λόγω συγκρούσεων με ηλεκτρικά καλώδια, πιστεύεται ότι ο κύριος λόγος που φθίνει ο πληθυσμός των αετών στην Ευρώπη οφείλεται στην αλλαγή στη χρήση γης και στη μείωση του αριθμού κατάλληλων θηραμάτων κατά συνέπεια.
Οι σπιζαετοί προτιμούν τις ορεινές κατοικίες, αλλά σπάνια θα τα βρούμε πιο ψηλά από τα 1.500 μέτρα. Από τη στιγμή που θα έχουν επιλέξει μια περιοχή για να κατοικήσουν σε αυτή, θα παραμείνουν εκεί και δε θα μεταναστεύσουν. Περιπολούν πρανή με χαμηλή βλάστηση (θάμνους, φρύγανα) αλλά επίσης και γυμνά και, πιο σπάνια όμως, δασώδεις περιοχές. Τα συνηθισμένα τους θηράματα είναι οι πέρδικες, οι γλάροι, τα κοράκια, οι λαγοί, τα τρωκτικά και τα ερπετά. Τα περισσότερα τα πιάνουν στο έδαφος, αλλά πιάνουν μερικά από τα πουλιά στον αέρα. Οι αετοί χρησιμοποιούν διάφορες κυνηγητικές τεχνικές, παρατηρώντας να εντοπίσουν κίνηση από μεγάλο υψόμετρο όπως από μια βραχώδη θέση ή υπό την κάλυψη μιας δεντροκορφής, πετώντας σταυρωτά πάνω από το τοπίο ή ψηλά πάνω από τις πλαγιές να πέσουν απότομα πάνω στο θήραμά τους.
Η εποχή αναπαραγωγής είναι μεταξύ Φεβρουαρίου και Απριλίου και την εποχή αυτή μπορούμε να παρατηρήσουμε ερωτοτροπίες όπου τα πουλιά πετούν κυκλικά γύρω από την τοποθεσία της φωλιάς, όπου κάνουν βαθιές βουτιές και απότομες ανοδικές πτήσεις και τελικά πετούν ψηλά μαζί πάνω από την τοποθεσία καλώντας το ένα το άλλο. Οι φωλιές είναι μεγάλες και θέλουν χρόνο να κατασκευασθούν, ίσως και μερικούς μήνες. Καθόλη τη διάρκεια της εποχής αναπαραγωγής θα τις επισκευάζουν και θα προσθέτουν σε αυτές συνέχεια. Οι περισσότερες φωλιές χτίζονται σε ψηλά βραχώδη ισιώματα, αλλά χρησιμοποιούνται και δέντρα ενίοτε. Συνήθως γεννιούνται δυο αβγά αλλά το πιο δυνατό νεογνό συχνά σκοτώνει το αδέλφι του, και έτσι σπάνια βρίσκουμε αναπαραγωγικό ζευγάρι που να έχει αναθρέψει περισσότερους από έναν νεοσσό. Ο θηλυκός κλωσάει τα αβγά για το μεγαλύτερο μέρος της εκκόλαψης των 42 ημερών, και καθώς το κάνει αυτό, ο αρσενικός της φέρνει τροφή. Η γονική μέριμνα μικρών αετών παίρνει πολύ χρόνο, καθώς θα χρειαστεί να ταΐζονται τα νεογνά επί 65 μέρες μέχρι να είναι έτοιμα να πετάξουν. Όταν πετάξουν θα μείνουν με τους γονείς τους άλλες 8 – 10 εβδομάδες, τελειοποιώντας τις δεξιοτεχνίες τους. |
|
Αρχή της σελίδας |
|
|
|
Δελφίνι (ή κοινό δελφίνι) [Delphinus delphis] |
|
|
|
Το μικρό δελφίνι αυτό, η χαρά και ομορφιά του οποίου δοξάστηκαν στις αρχαίες τοιχογραφίες του Μινωικού Πολιτισμού, είναι ευρύτερα διεσπαρμένο ανά τον κόσμο. Υπάρχουν πληθυσμοί δελφινιών κατά μήκος τόσο των ανατολικών όσο και των δυτικών ακτών της Βόρειας Αμερικής, της δυτικής ακτής της Νότιας |
Αμερικής, στις Ατλαντικές ακτές της Ευρώπης και της Ιαπωνίας, της Τασμανίας και της Νέας Ζηλανδίας και, βέβαια, της Μεσογείου και της Μαύρης Θάλασσας. Κάποιοι πληθυσμοί παραμένουν όλο το χρόνο ενώ άλλοι φαίνεται πως είναι αποδημητικοί. Αυτό μπορεί να οφείλεται στην εποχιακή κίνηση των κοπαδιών μικρών ψαριών που αποτελούν την κύρια τροφή των θηλαστικών αυτών που αναπνέουν αέρα. Οι σαρδέλες, οι αντσούγιες, οι μικρές ρέγκες, τα οκταπόδια και τα καλαμάρια αποτελούν το κύριο μέρος του διαιτολογίου τους, και τα κοπάδια των δελφινιών συνεργάζονται στο να οδηγήσουν κοπάδια από τα βαθιά νερά προς την επιφάνεια, όπου ο πανικός τα καθιστά ευκολότερη λεία. Δεν τους βοηθάει, δε, καθόλου να πηδάν στον αέρα καθώς τα δελφίνια θα τα καταδιώξουν και εκεί με χαρά. Τα θαλασσοπούλια έχουν μάθει να αναμένουν και να αξιοποιούν τη δραστηριότητα αυτή, συμμετέχοντας στο φαγοπότι τους πρόθυμα.
Τα κοινά δελφίνια μπορούν να φτάσουν περίπου τα 2,5 μ. σε μήκος, ζυγίζουν δε μέχρι 80 κιλά. Αναγνωρίζονται εύκολα από τα χαρακτηριστικά τους χρώματα: η ράχη τους είναι γκρίζα ή μαύρη και το κάτω μέρος το σώματός τους είναι γαλακτερό ή λευκό. Μια σκούρα γραμμή πηγαίνει από την κάτω γνάθο στο πτερύγιο, και τα μάτια περικυκλώνονται από μια μαύρη γραμμή που εκτείνεται στο μακρύ, μυτερό τους ράμφος. Η συνηθισμένη τους ταχύτητα είναι άνετη στα 5 – 7 μίλια την ώρα αλλά η ‘μηχανή' τους μπορεί να βγάλει και 29 μίλια την ώρα όταν καταδιώκουν την τροφή τους. Ο αλιευτικός τους εξοπλισμός συμπληρώνεται από έναν ηχητικό μηχανισμό εντοπισμού και με είκοσι μικρά, αιχμηρά δόντια που κυρτώνουν προς τα μέσα. Διατηρούν δε ένα βαθμό επαγρύπνησης επί 24-ωρης βάσης: το κοινό δελφίνι κοιμάται με το ένα μάτι ανοιχτό, και κλείνει το καθένα με τη σειρά του κάθε 5 – 10 λεπτά.
Όπως όλα τα δελφίνια, το κοινό δελφίνι είναι ένα έντονα κοινωνικό ζώο και δημιουργεί στενές σχέσεις με μέλη του κοπαδιού του. Αυτές δεν περιορίζονται κατ ανάγκη στους συγγενείς του εξ αίματος – έχουν παρατηρηθεί πραγματικές φιλίες ανάμεσα σε δελφίνια. Τα ενήλικα ενεργούν ως δάσκαλοι των μικρών και τα μαλώνουν επίσης αν χρειαστεί . Αν κάποιο από την ομάδα δεν είναι καλά τα άλλα θα προσπαθήσουν να το βοηθήσουν στηρίζοντάς το στην επιφάνεια ώστε να μπορέσει να αναπνεύσει. Η επαφή διατηρείται μέσω του ήχου, που ταξιδεύει καλύτερα μέσα από το νερό από τον αέρα, και αποτελεί ένα αποτελεσματικό μέσον επικοινωνίας τόσο σε μουντές συνθήκες όσο και στο σκοτάδι. Τα κοινά δελφίνια έχουν μια σειρά από τσιριχτά, σφυρίγματα και κλικ που τα χρησιμοποιούν τόσο να υποδηλώσουν την ταυτότητά τους όσο και να εντοπιστούν.
Για το μεγαλύτερο μέρος του χρόνο τα θηλυκά που είναι έγκυος ή που θηλάζουν μένουν μακριά από τα αρσενικά, αν και θα βρίσκονται στην ίδια γενική περιοχή. Όταν πλησιάζει η άνοιξη τα αρσενικά θα αρχίσουν να ερωτοτροπούν με πιθανά ταίρια, κολυμπώντας πλάι τους και τρίβοντας το σώμα τους στο δικό τους. Συχνά το θηλυκό θα απορρίψει τις πρώτες κρούσεις, αλλά το αρσενικό επιμένει, χαϊδεύοντάς την με τα πτερύγιά του και κολυμπώντας παιχνιδιάρικα με ταχύτητα προς αυτήν πριν στραφεί απότομα να μην πέσει επάνω της την τελευταία στιγμή. Όταν ζευγαρώνουν κοιτάζονται πρόσωπο με πρόσωπο και η εγκυμοσύνη κρατάει από δέκα μήνες ως ένα χρόνο. Το μικρό (συνήθως υπάρχει μόνο ένα, αν και έχουν καταγραφεί δίδυμα ακόμη και τετράδυμα) γεννιέται με την ουρά να βγαίνει πρώτη και είναι περίπου 1 μ. σε μήκος όταν γεννιέται. Παραμένει πολύ κοντά στη μητέρα του και τους πρώτους έξι μήνες της ζωής του τρέφεται αποκλειστικά με το πλούσιο γάλα της. Καθώς τα δελφίνια δεν διαθέτουν μαλακά, ευλύγιστα χείλη, το μικρό δεν μπορεί να σχηματίσει αποτελεσματικό σφράγισμα γύρω από τη θηλή της μητέρας του. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορεί να ρουφήξει. Έτσι όλες οι θηλυκές έχουν ιδιαίτερα προσαρμοσμένους μύες που λειτουργούν ενεργά να προωθήσουν το γάλα ώστε να βγαίναι μόνο του και να χύνεται στο στόμα του μικρού τους.
Γνωστά και αγαπητά για πολλές από τις χαρούμενες και παιχνιδιάρικες συμπεριφορές τους, που συμπεριλαμβάνουν τις τούμπες, τα άλματα, το παιχνίδι με το κύμα, τα δελφίνια μπορεί να είναι και βλαβερά για τους ψαράδες όταν κλέβουν από τα δίχτυα τους, καταστρέφοντάς τα ενίοτε. Όμως αυτή η στρατηγική του δελφινιού δεν είναι άμοιρη κινδύνων καθώς αναπόφευκτα μερικά από αυτά πιάνονται στα δίχτυα και πνίγονται. |
|
Αρχή της σελίδας |
|
|
|
Σκορπίνα [Scorpaena scrofa] |
|
|
|
Οι σκορπίνες συνήθως ζούνε κοντά στην ακτή αλλά μερικά είδη βρίσκονται στα βαθιά νερά. Το συγκεκριμένο είδος που ζει στα ύδατα γύρω από τη Χίο βρίσκεται σε όλη τη Μεσόγειο. Η περιοχή της επεκτείνεται στον Ατλαντικό, γύρω από την ακτή της Δυτικής Αφρικής ακόμη και τόσο νότια όσο η Σενεγάλη, και βόρεια μέχρι |
τις νότιες ακτές της Αγγλίας. Όπως οι περισσότεροι συγγενείς της έχει έντονο χρωματισμό και αξιοσημείωτα σχέδια (που συμπεριλαμβάνουν και ένα εξόφθαλμο μαύρο σημάδι στη ράχη της). Αυτά της παρέχουν παραλλαγή κατά τη διάρκεια της ημέρας και τη καθιστούν δύσκολη να διακριθεί ανάμεσα στις βραχώδεις κουφάλες όπου κρύβεται. Από πάνω από τα μάτια της και κατά μήκος της κάτω γνάθου της εξέχουν ψωμωμένα κομμάτια δέρματος που κυματίζουν στα ρεύματα ακριβώς όπως τα φύκια και τα χόρτα τριγύρω. Μια σειρά δηλητηριωδών αγκαθιών καθιστούν τη σκορπίνα ένα από τα πιο επικίνδυνα ζώα που είναι δυνατό να συναντήσουν οι κολυμβητές. Αν κάποιος τη πατήσει κατά λάθος και τρυπηθεί ως αποτέλεσμα, είναι πολύ οδυνηρό, αλλά η ζωή του δεν διατρέχει κανένα κίνδυνο. Το αντίδοτο είναι η ζέστη που έχει ως αποτέλεσμα τη διάσπαση του δηλητηρίου που έχει την πρωτεΐνη ως βάση. Το δηλητήριο βρίσκεται σε έναν ξεχωριστό αδένα στη βάση κάθε αγκαθιού στα ραχαία, κοιλιακά και πρωκτικά πτερύγια. Οι σκορπίνες δεν χρησιμοποιούν το δυνατό όπλο τους αυτό ως μέσο να πιάνουν το θήραμα τους, αλλά μόνο για την άμυνά τους. Κυνηγούν τη νύχτα και με ενέδρες. Το ψάρι παραμένει ακίνητο μέχρι να το πλησιάσει κάτι φαγώσιμο. Τότε ορμάει ταχύτητα με ανοιχτό στόμα και απολαμβάνει ένα γεύμα μικρότερου ψαριού που καταπίνει ολόκληρο. Επίσης πιάνει οστρακοειδή και μαλάκια. Συνήθως φτάνει ένα μήκος 30 εκ, αλλά ορισμένα ώριμα ψάρια μπορούν να φτάσουν ακόμη και τα 50 εκ. Η ζωή της σκορπίνας είναι μοναχική. Βρίσκονται μόνο για να αναπαραχθούν αργά την άνοιξη ή νωρίς το καλοκαίρι. Η σκορπίνα τύπου S . scrofa βγάζει ένα βλεννώδες σβώλο όπου εμφυτεύει τα αβγά της αλλά άλλα μέλη της οικογενείας γεννούν πλήρως σχηματισμένα μικρά μετά τη γονιμοποίηση που έχει συντελεστεί μέσα στο σώμα της θηλυκής, καθιστώντας τις σκορπίνες μια από τις σπάνιες οικογένειες ψαριών των οποίων τα μέλη αναπαράγονται με συνουσία. |
|
Αρχή της σελίδας |
|
|
|
|
|
Αράχνη μαύρη χήρα [Latrodectus tredecimguttatus] |
|
|
|
Η μεσογειακή μαύρη χήρα βρίσκεται από την Ισπανία έως τη Νοτιοδυτική και την Κεντρική Ασία. Πολύ γνωστή για το νευροτοξικό της δηλητήριο αυτή η σχετικά μικρή αράχνη (η θηλυκή που είναι μεγαλύτερη δεν φτάνει παρά μόνο το 1,5 εκ σε μήκος) μπορεί να δαγκώσει τόσο άσχημα που σε ορισμένες περιπτώσεις έχει αποβεί και μοιραίο ακόμη για τον άνθρωπο. Το δηλητήριό της επιφέρει οδυνηρούς σπασμούς των μυών εντός λίγων ωρών. Το αντίδοτο είναι το γλυκονάτιο ασβέστιο – ένα μυοχαλαρωτικό σε ενδοφλεβικά εναίσιμη μορφή. Όπως υπονοεί το λατινικό της όνομα, η στρογγυλεμένη μαύρη κοιλιά της θηλυκής είναι σημαδεμένη με δεκατρείς κόκκινες κουκίδες, από τις οποίες την αναγνωρίζουμε εύκολα και την καθιστούν ευδιάκριτη. Η αρσενική είναι αισθητά πιο μικρή, και η κοιλιά της δεν είναι τόσο |
ανερά στρογγυλεμένη, αυτή έχει δε ασπριδερά σημάδια.
Η αράχνη αυτή κατασκευάζει ενέδρες χρησιμοποιώντας έναν ιστό από ‘σύρματα' με κολλητική ουσία να πιάσει το θήραμά της. Επειδή είναι σχεδόν τυφλή περνάει το μεγαλύτερο μέρος της ζωή της μέσα στον ιστό, περιμένοντας να νιώσει τους κραδασμούς του θηράματος. Το κύριο μέρος του μπερδεμένου ιστού αποτελείται από μία σειρά κάθετες κλωστές της ενέδρας που φτάνουν κάτω μέχρι τη γη. Το μετάξι είναι πάρα πολύ γερό και οι κάθετες κλωστές έχουν κολλητική ουσία. Όταν το θήραμα έντομο μπλεχτεί στον ιστό η αράχνη θα του επιτεθεί άφοβα και θα το υποτάξει – ακόμη και αν είναι πιο μεγάλο από την αράχνη την ίδια. Θα το δαγκώσει και θα το δηλητηριάσει και μετά θα το τυλίξει στο μετάξι και θα το ρουφήξει μέχρι να αδειάσει και να ξεραθεί.
Οι θηλυκές που αναπαράγουν φτιάχνουν φωλιές ή ανοίγματα στη γη ή σε αγροτικά κτίσματα. Αυτές θα σφραγιστούν με έναν ιστό ρυπαρό. Οι μαύρες χήρες σπάνια μπαίνουν σε κατοικίες ανθρώπων, αν και μια εγκαταλελειμμένη ποντικοφωλιά μπορεί να φανεί κατάλληλη για τη φωλιά της αράχνης. Εκεί θα ξεχειμωνιάσουν τα μικρά της, και θα αναδυθούν την άνοιξη για να ψάξουν ταίρι. Η ‘διασπορά' αυτή από το νηπιακό χώρο συντελείται με τη διαδικασία του ‘μπαλονισμού'. Μια λεπτή κλωστή ιστού ελευθερώνεται λίγο λίγο μέχρι να είναι αρκετά μακριά ώστε να την πάρει ο αέρας. Συκώνεται μαζί της και η μικρή αράχνη και έτσι μεταφέρεται σε νέα τοποθεσία.
Οι μαύρες χήρες αναπαράγονται ερωτικά, η αρσενική αράχνη γονιμοποιεί τα αβγά της θηλυκής όταν αυτά βρίσκονται μέσα στο σώμα της. Μπορεί να παράγει 4-5 σάκους αβγών μέσα σε ένα καλοκαίρι, και το καθένα από αυτά περιλαμβάνει 50 αβγά, αν και είναι σπάνιο να επιζήσουν πάνω από τα μισά μικρά, μερικά δε χάνονται ως αποτέλεσμα του κανιβαλισμού. Οι θηλυκές αράχνες μαύρες χήρες μπορεί να ζήσουν μέχρι και τρία χρόνια, αλλά η ζωή του αρσενικού είναι πολύ πιο σύντομη – δεν επιζεί παρά μόνο ένα εξάμηνο περίπου. Μπορεί να οφείλεται στο γεγονός αυτό η εντύπωση ότι οι θηλυκές σκοτώνουν τις αρσενικές μετά το ζευγάρωμα (εξ ου και το κοινό της όνομα – μαύρη χήρα) αλλά οι παρατηρήσεις της συμπεριφοράς τους στη φύση δεν επιβεβαιώνει την άποψη αυτή. |
|
|
|
|